αψιμαχία

αψιμαχία
η
1) перестрелка; 2) перен. перепилка, перебранка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αψιμαχία" в других словарях:

  • ἁψιμαχία — ἁψιμαχίᾱ , ἁψιμαχία skirmishing fem nom/voc/acc dual ἁψιμαχίᾱ , ἁψιμαχία skirmishing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιμαχίᾳ — ἁψιμαχίαι , ἁψιμαχία skirmishing fem nom/voc pl ἁψιμαχίᾱͅ , ἁψιμαχία skirmishing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψιμαχία — η (AM ἁψιμαχία) 1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη 2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα 3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχία < μαχος < μάχομαι… …   Dictionary of Greek

  • αψιμαχία — η 1. ελαφρά σύγκρουση ανάμεσα σε μικρά στρατιωτικά τμήματα: Είχαν την πρώτη αψιμαχία με τον εχθρό. 2. αρχή μεγάλης φιλονικίας: Άρχισαν τις αψιμαχίες οι δικηγόροι των δύο αντίδικων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁψιμαχίας — ἁψιμαχίᾱς , ἁψιμαχία skirmishing fem acc pl ἁψιμαχίᾱς , ἁψιμαχία skirmishing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιμαχίαι — ἁψιμαχία skirmishing fem nom/voc pl ἁψιμαχίᾱͅ , ἁψιμαχία skirmishing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιμαχίαν — ἁψιμαχίᾱν , ἁψιμαχία skirmishing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιμαχιῶν — ἁψιμαχία skirmishing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιμαχίαις — ἁψιμαχία skirmishing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβολία — (I) και ακροβολιά, η σκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βολή]. (II) ἀκροβολία, η (Α) [ἀκρόβολος] αψιμαχία, ακροβολισμός …   Dictionary of Greek

  • ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»